- μετεωρολογίας
- μετεωρολογίᾱς , μετεωρολογίαdiscussion offem acc plμετεωρολογίᾱς , μετεωρολογίαdiscussion offem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… … Dictionary of Greek
Γκόκελ, Άλμπερτ — (Albert Gockel, 1860 – 1927).Γερμανός φυσικός. Καθηγητής της φυσικής και της μετεωρολογίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ από το 1909, πραγματοποίησε πολλές έρευνες στον τομέα της μετεωρολογίας, σχετικά με τον ηλεκτρισμό και τη ραδιενέργεια της … Dictionary of Greek
αεροστατική — Κλάδος της φυσικής που μελετά τις μηχανικές ιδιότητες των αερίων, όταν βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας. Η α. ερευνά επίσης τις συνθήκες ισορροπίας των στερεών σωμάτων, που ηρεμούν στον αέρα, υπό την επίδραση του βάρους τους και της άνωσης που… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
βιομετεωρολογία — Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τις επιδράσεις των μετεωρολογικών και κλιματολογικών παραγόντων στους ζωντανούς οργανισμούς. Πρώτος ασχολήθηκε με τις επιδράσεις αυτές ο Ιπποκράτης γύρω στο 400 π.Χ. Τα τελευταία χρόνια, η β. πήρε μεγάλη… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ισόυγρος — η όρος της μετεωρολογίας για κάθε καμπύλη που συνδέει όλα τα σημεία μιας περιοχής τα οποία έχουν την ίδια μέση σχετική υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + υγρός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. isohyete (βλ. και ισοΰετος)] … Dictionary of Greek
κλιματολογία — η κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει αντικείμενο τη μελέτη τού κλίματος κάθε τόπου καθώς και την επίδραση τού κλίματος στον ανθρώπινο οργανισμό, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatologie < climat(o)… … Dictionary of Greek
μεσομετεωρολογία — η (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών ατμοσφαιρικών φαινομένων σε κλίμακα μεγαλύτερη από τής μικρομετεωρολογίας, αλλά μικρότερη τής λεγόμενης κυκλωνικής κλίμακας … Dictionary of Greek